Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
saoul (saoule)
saoul → soûl
I. soûl (soûle), soul (soule) [su, sul] ΕΠΊΘ
II. tout son soûl ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.