Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
parenthèse [paʀɑ̃tɛz] ΟΥΣ θηλ
1. parenthèse (digression):
2. parenthèse (signe typographique):
3. parenthèse (épisode):
στο λεξικό PONS
parenthèse [paʀɑ̃tɛz] ΟΥΣ θηλ
1. parenthèse ΤΥΠΟΓΡ, ΜΑΘ:
2. parenthèse (digression):
3. parenthèse (incident):
parenthèse [paʀɑ͂tɛz] ΟΥΣ θηλ
1. parenthèse ΤΥΠΟΓΡ, math:
2. parenthèse (digression):
3. parenthèse (incident):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- pareil
- pareillement
- parement
- parenchyme
- parent
- parenthèses
- parents
- paréo
- parer
- pare-soleil
- paresse