Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 accumulation [akymylasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. accumulation (action):
2. accumulation (résultat):
3. accumulation ΤΕΧΝΟΛ (emmagasinage):
4. accumulation ΓΕΩΛ:
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 accumulation [akymylasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
 
  
  
  
 accumulation [akymylasjo͂] ΟΥΣ θηλ
 
  
 -  accumulation of evidence
-  accumulation θηλ
-  
-  accumulation θηλ
-  buildup of waste, toxins
-  accumulation θηλ
-  buildup of resentment, grievances
-  accumulation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'accumulation
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label
