Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
encourageant (encourageante) [ɑ̃kuʀaʒɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- encourageant (encourageante)
-
- des signes encourageants commencent à se manifester
-
στο λεξικό PONS
encourageant(e) [ɑ̃kuʀaʒɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- voilà qui est encourageant! ειρων
-
encourageant(e) [ɑ͂kuʀaʒɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- voilà qui est encourageant! ειρων
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- encombrer
- encontre
- encor
- encorbellement
- encorder
- encourageants
- encouragement
- encourager
- encourir
- en-cours
- encours