Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
absolument [apsɔlymɑ̃] ΕΠΊΡΡ
résolument [ʀezɔlymɑ̃] ΕΠΊΡΡ
émoluments [emolymɑ̃] ΟΥΣ αρσ πλ
1. émoluments (salaire):
2. émoluments (de notaire, d'huissier, avocat):
στο λεξικό PONS
absolument [apsɔlymɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. absolument (à tout prix):
2. absolument (totalement):
ιδιωτισμοί:
résolument [ʀezɔlymɑ̃] ΕΠΊΡΡ
absolument [apsɔlymɑ͂] ΕΠΊΡΡ
1. absolument (à tout prix):
2. absolument (totalement):
ιδιωτισμοί:
résolument [ʀezɔlymɑ͂] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.U.G.
 - D.J.
 - D.O.M.
 - D.O.M.-T.O.M.
 - D.R.O.M.
 - dabsolument
 - dacquois
 - dacron
 - dactyle
 - dactylique
 - dactylo