Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
écologique [ekɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
1. écologique discours, équilibre, catastrophe:
2. écologique impact, intérêt, conscience:
3. écologique produit:
στο λεξικό PONS
écologique [ekɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
- écologique catastrophe, solution
-
- écologique société
-
écologique [ekɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
- écologique catastrophe, solution
-
- écologique société
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.