 
  
  
  
 I. pubblico1 <πλ pubblici, pubbliche> [ˈpubbliko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. pubblico (statale):
2. pubblico (della collettività):
II. pubblico1 <πλ pubblici, pubbliche> [ˈpubbliko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
