στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
faintly [βρετ ˈfeɪntli, αμερικ ˈfeɪntli] ΕΠΊΡΡ
1. faintly (slightly):
- faintly glisten, shine
-
- faintly coloured, tinged
-
- faintly disappointed, disgusted
-
2. faintly:
στο λεξικό PONS
faintly ΕΠΊΡΡ (barely perceptibly)
- faintly smile, shine
-
- faintly remember
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.