Oxford Spanish Dictionary
citizen [αμερικ ˈsɪdɪzən, ˈsɪdɪsən, βρετ ˈsɪtɪz(ə)n] ΟΥΣ
I. senior [αμερικ ˈsinjər, βρετ ˈsiːnɪə, ˈsiːnjə] ΕΠΊΘ
1.1. senior (superior in rank):
1.2. senior (older):
2.1. senior ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:
II. senior [αμερικ ˈsinjər, βρετ ˈsiːnɪə, ˈsiːnjə] ΟΥΣ
1.1. senior (older person):
1.2. senior (person of higher rank):
2. senior:
στο λεξικό PONS
I. senior [ˈsi:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΕΠΊΘ
I. senior [ˈsin·jər] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.