Oxford Spanish Dictionary
habitante ΟΥΣ αρσ θηλ
1. habitante:
- habitante ΓΕΩΓΡ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
-
-
- habitante αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
habitante ΟΥΣ αρσ θηλ
- habitante
-
-
- habitante αρσ θηλ
-
- habitante αρσ θηλ
habitante [a·βi·ˈtan·te] ΟΥΣ αρσ θηλ
- habitante
-
-
- habitante αρσ θηλ
-
- habitante αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.