Oxford Spanish Dictionary
outgoing [αμερικ ˈaʊtˌɡoʊɪŋ, βρετ ˈaʊtɡəʊɪŋ] ΕΠΊΘ
1. outgoing (sociable):
- outgoing person/personality
-
2.1. outgoing προσδιορ (outbound):
στο λεξικό PONS
I. outgoing [ˈaʊtgəʊɪŋ, αμερικ ˈaʊtgoʊ-] ΕΠΊΘ
II. outgoing [ˈaʊtgəʊɪŋ, αμερικ ˈaʊtgoʊ-] ΟΥΣ
- outgoings ΕΜΠΌΡ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.