Oxford Spanish Dictionary
I. kindly [αμερικ ˈkaɪn(d)li, βρετ ˈkʌɪndli] ΕΠΊΡΡ
1.1. kindly (generously):
1.2. kindly (adding polite emphasis) τυπικ:
1.3. kindly (expressing annoyance, impatience):
στο λεξικό PONS
II. kindly [ˈkaɪndli] -ier, -iest ΕΠΊΡΡ
II. kindly [ˈkaɪnd·li] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.