durst [αμερικ dərst, βρετ dəːst] αρχαϊκ past dare
I. dare [αμερικ dɛr, βρετ dɛː] ΟΥΣ
II. dare [αμερικ dɛr, βρετ dɛː] ΡΉΜΑ βοηθ ρήμα έγκλ
III. dare [αμερικ dɛr, βρετ dɛː] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dare (be so bold):
2.1. dare (challenge):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.