Oxford Spanish Dictionary
- espabilado (espabilada)
-
I. dick1 [αμερικ dɪk, βρετ dɪk] ΟΥΣ
II. dick1 [αμερικ dɪk, βρετ dɪk] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
clever <cleverer cleverest> [αμερικ ˈklɛvər, βρετ ˈklɛvə] ΕΠΊΘ
1. clever (intelligent, talented):
2. clever (artful) μειωτ:
3. clever (skillful, cunning):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.