Oxford Spanish Dictionary
grim <comp grimmer, superl grimmest> [αμερικ ɡrɪm, βρετ ɡrɪm] ΕΠΊΘ
1. grim (stern):
- grim person/expression
-
2. grim (gloomy):
3. grim (unyielding):
4. grim (sinister):
- grim tale/joke
-
-
- grim
στο λεξικό PONS
grim [grɪm] ΕΠΊΘ
grim [grɪm] ΕΠΊΘ
2. grim:
3. grim (without hope):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.