Oxford Spanish Dictionary
grimly [αμερικ ˈɡrɪmli, βρετ ˈɡrɪmli] ΕΠΊΡΡ
1. grimly (gravely):
2. grimly (starkly):
- grimly obvious/clear
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.