Oxford Spanish Dictionary
bitter1 [αμερικ ˈbɪdər, βρετ ˈbɪtə] ΕΠΊΘ
1.2. bitter (very cold):
2.1. bitter (painful, hard):
2.2. bitter:
στο λεξικό PONS
I. bitter [ˈbɪtəʳ, αμερικ ˈbɪt̬ɚ] -er, -est ΕΠΊΘ
2. bitter (painful):
I. bitter <-er, -est> [ˈbɪt̬·ər] ΕΠΊΘ
2. bitter (painful):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Anglo-American
- anglophile
- anglophobe
- Anglophobia
- Anglophone
- Angostura bitters
- angrily
- angry
- angst
- angst-ridden
- anguish
