στο λεξικό PONS


un·earned [ʌnˈɜ:nd, αμερικ -ˈɜ:rnd] ΕΠΊΘ
1. unearned (undeserved):
2. unearned (not worked for):
in·come [ˈɪŋkʌm, αμερικ esp ˈɪn-] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unearned income ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- undressed
- undrinkable
- undue
- undulant
- undulate
- unearned income
- unearned premium
- unearth
- unearthly
- unease
- uneasily