punt·er1 [ˈpʌntəʳ] ΟΥΣ βρετ
1. punter (gambler):
2. punter οικ:
- punter of a casino
-
3. punter οικ (prostitute's customer):
- punter
-
punt·er2 [ˈpʌntəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
- punter
-
-
- punter βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.