nu·clear-ˈpow·ered ΕΠΊΘ αμετάβλ
atom·ge·trie·ben ΕΠΊΘ
I. ato·mar [atoˈma:ɐ̯] ΕΠΊΘ
be·trei·ben* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
2. betreiben ΟΙΚΟΝ (ausüben):
3. betreiben (sich beschäftigen mit):
4. betreiben ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ (in Gang halten):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.