στο λεξικό PONS
spe·cies <pl -> [ˈspi:ʃi:z] ΟΥΣ
1. species ΒΙΟΛ:
in·dig·enous [ɪnˈdɪʤɪnəs] ΕΠΊΘ αμετάβλ
species ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
indigenous [ɪnˈdɪdʒɪnəs], native ΕΠΊΘ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
indigenous species [ɪnˌdɪdʒɪnəsˈspiːʃɪz] ΟΥΣ
indigenous [ɪnˈdɪdʒɪnəs] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- indictable offense
- indictment
- indie
- Indies
- indifference
- indigenous species
- indigent
- indigestibility
- indigestible
- indigestion
- indignance