στο λεξικό PONS
ˈhorse·pow·er <pl -> ΟΥΣ, hp ΟΥΣ
HP [ˌeɪtʃˈpi:] ΟΥΣ βρετ οικ
HP συντομογραφία: hire purchase
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
HP ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Mietverkauf αρσ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.