στο λεξικό PONS
I. de·ter·mi·nant [dɪˈtɜ:mɪnənt, αμερικ -ˈtɜ:r-] ΟΥΣ
1. determinant (determining factor):
2. determinant ΜΑΘ, ΒΙΟΛ:
II. de·ter·mi·nant [dɪˈtɜ:mɪnənt, αμερικ -ˈtɜ:r-] ΕΠΊΘ
fun·da·men·tal [ˌfʌndəˈmentəl, αμερικ -t̬əl] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fundamental determinants ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.