far-reaching ΕΠΊΘ
re·per·cus·sion [ˌri:pəˈkʌʃən, αμερικ -pɚˈ-] ΟΥΣ usu pl
weit·rei·chend, weit rei·chend ΕΠΊΘ
weit·grei·fend, weit grei·fend ΕΠΊΘ
tief·grei·fend, tief grei·fend ΕΠΊΘ
tief·schür·fend ΕΠΊΘ
wei·ter·ge·hend ΕΠΊΘ
weitergehend συγκρ von → weitgehend
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.