στο λεξικό PONS
ex·port-ˈorient·ed ΕΠΊΘ
I. ex·port·ori·en·tiert ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ
Wirt·schaft <-, -en> [ˈvɪrtʃaft] ΟΥΣ θηλ
1. Wirtschaft ΟΙΚΟΝ:
2. Wirtschaft (Gastwirtschaft):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
export-oriented ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
exportorientiert ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.