στο λεξικό PONS
cut·throat ˈra·zor ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
- cutthroat razor
-
I. ˈcut-throat ΟΥΣ dated (murderer)
II. ˈcut-throat ΕΠΊΘ
cut-throat com·pe·ˈti·tion ΟΥΣ no pl
cut-throat ΕΠΊΘ
-
- cutthroat
- ruinöse Konkurrenz ΟΙΚΟΝ
- cutthroat competition
-
- cutthroat competition
-
- cutthroat competition
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cutthroat competition ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- cutthroat competition
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.