στο λεξικό PONS
co-own·er·ship [ˌkəʊˈəʊnəʃɪp, αμερικ ˌkoʊˈoʊnɚ-] ΟΥΣ
1. co-ownership (of a property):
2. co-ownership (of shares):
Mit·ei·gen·tums·an·teil <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
Mit·ei·gen·tum <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ kein πλ
Mit·ei·gen·tums·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ kein πλ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
co-ownership ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Miteigentum ουδ
co-ownership by fractional shares phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Miteigentum ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Miteigentum nach Bruchteilen phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.