στο λεξικό PONS
char·coal ˈgrey, αμερικ char·coal ˈgray ΕΠΊΘ
gray ΕΠΊΘ αμερικ
gray → grey
I. grey, αμερικ gray [greɪ] ΟΥΣ
2. grey (shade of grey):
3. grey βρετ (regiment):
4. grey (white horse):
II. grey, αμερικ gray [greɪ] ΕΠΊΘ (coloured grey)
I. char·coal [ˈtʃɑ:kəʊl, αμερικ ˈtʃɑ:rkoʊl] ΟΥΣ no pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.