Oxford Spanish Dictionary
charcoal [αμερικ ˈtʃɑrˌkoʊl, βρετ ˈtʃɑːkəʊl] ΟΥΣ U
2. charcoal ΤΈΧΝΗ:
I. gray, grey βρετ [αμερικ ɡreɪ, βρετ ɡreɪ] ΕΠΊΘ <grayer grayest>
1.1. gray:
1.2. gray beard:
στο λεξικό PONS
I. charcoal [ˈtʃɑ:kəʊl, αμερικ ˈtʃɑ:rkoʊl] ΟΥΣ χωρίς πλ
2. charcoal ΤΈΧΝΗ (for drawing):
gray [greɪ] ΕΠΊΘ αμερικ
gray → grey
I. grey [greɪ] ΟΥΣ χωρίς πλ
II. grey [greɪ] ΕΠΊΘ
I. charcoal [ˈtʃar·koʊl] ΟΥΣ
2. charcoal ΤΈΧΝΗ (for drawing):
I. gray [greɪ] ΕΠΊΘ
4. gray (grey-haired):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.