be·held [bɪˈheld] ΡΉΜΑ
beheld παρελθ of behold
I. be·hold <beheld, beheld> [bɪˈhəʊld, αμερικ -ˈhoʊld] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό esp απαρχ
I. be·hold <beheld, beheld> [bɪˈhəʊld, αμερικ -ˈhoʊld] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό esp απαρχ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.