στο λεξικό PONS
be·hav·iour·al seg·men·ˈta·tion ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ
seg·men·ta·tion [ˌsegmenˈteɪʃən] ΟΥΣ no pl
- segmentation ΒΙΟΛ
-
be·ˈhav·ior·al ΕΠΊΘ αμερικ
behavioral → behavioural
behavioural βρετ, behavioral αμερικ [bɪˈheɪvjərəl] ΕΠΊΘ
be·hav·iour·al, αμερικ be·hav·ior·al [bɪˈheɪvjərəl, αμερικ -vjɚ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
be·hav·iour·al, αμερικ be·hav·ior·al [bɪˈheɪvjərəl, αμερικ -vjɚ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
segmentation ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
behavioural βρετ, behavioral αμερικ [bɪˈheɪvjərəl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.