στο λεξικό PONS
be·ˈhav·ior·al ΕΠΊΘ αμερικ
behavioral → behavioural
behavioural βρετ, behavioral αμερικ [bɪˈheɪvjərəl] ΕΠΊΘ
be·hav·iour·al, αμερικ be·hav·ior·al [bɪˈheɪvjərəl, αμερικ -vjɚ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
be·hav·iour·al, αμερικ be·hav·ior·al [bɪˈheɪvjərəl, αμερικ -vjɚ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
behavioural thermoregulation [bɪˌheɪvjərəlˈθɜːməreɡjəˌleɪʃn] ΟΥΣ
thermoregulation [θɜːməʊˌreɡjəˈleɪʃn] ΟΥΣ
behavioural βρετ, behavioral αμερικ [bɪˈheɪvjərəl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- behaviorist
- behaviour
- behavioural
- behavioural equation
- behavioural geography
- behavioural thermoregulation
- behaviour-based
- behaviour behavior
- behaviourism
- behaviourist
- behaviour pattern