be·ˈhav·ior·ist ΟΥΣ αμερικ
behaviorist → behaviourist
I. be·hav·iour·ist, αμερικ behaviorist [bɪˈheɪvjərɪst, αμερικ -vjɚ-] ΟΥΣ ΨΥΧ
-
- Behaviorist(in) αρσ (θηλ) ειδικ ορολ
II. be·hav·iour·ist, αμερικ behaviorist [bɪˈheɪvjərɪst, αμερικ -vjɚ-] ΕΠΊΘ ΨΥΧ
-
- behavioristisch ειδικ ορολ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.