στο λεξικό PONS
I. Su·ri·nam·ese [ˌsʊərɪnæmˈi:z, αμερικ ˌsʊrɪnɑ:mˈ-] ΟΥΣ
II. Su·ri·nam·ese [ˌsʊərɪnæmˈi:z, αμερικ ˌsʊrɪnɑ:mˈ-] ΕΠΊΘ
meas·ur·ing cup [ˈmeʒərɪŋ-] ΟΥΣ esp αμερικ, αυστραλ (measuring jug)
ˈmeas·ur·ing jug ΟΥΣ βρετ
ˈmeas·ur·ing spoon ΟΥΣ
geni·to-uri·nary [ˌʤenɪtəʊˈ-, αμερικ -ət̬oʊˈ-] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΑΝΑΤ, ΙΑΤΡ
uri·nary [ˈjʊərɪnəri, αμερικ ˈjʊrəneri] ΕΠΊΘ αμετάβλ
urinal cake ΟΥΣ
-
- Urinalstein αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
profitability measuring ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
prospective profitability measuring ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
inflation measuring ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
measuring instrument ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ
measuring equipment ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.