στο λεξικό PONS
Messrs [ˈmesəz, αμερικ -ɚz] ΟΥΣ
Mr [ˈmɪstəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl
1. Mr (title for man):
3. Mr (representative of sth):
Mr [ˈmɪstəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ no pl
1. Mr (title for man):
3. Mr (representative of sth):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
motivational research, MR ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.