Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ignition coil ΟΥΣ
- bobine d'allumage ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ
-
I. coil [βρετ kɔɪl, αμερικ kɔɪl] ΟΥΣ
III. coil [βρετ kɔɪl, αμερικ kɔɪl] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. to coil itself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
to coil itself αυτοπ ρήμα:
-
- s'enrouler (round autour de)
ignition [βρετ ɪɡˈnɪʃ(ə)n, αμερικ ɪɡˈnɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. ignition ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ (system):
2. ignition ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ (starting mechanism):
στο λεξικό PONS
ignition coil ΟΥΣ
I. coil [kɔɪl] ΟΥΣ
ignition coil ΟΥΣ
I. coil [kɔɪl] ΟΥΣ
| I | coil |
|---|---|
| you | coil |
| he/she/it | coils |
| we | coil |
| you | coil |
| they | coil |
| I | coiled |
|---|---|
| you | coiled |
| he/she/it | coiled |
| we | coiled |
| you | coiled |
| they | coiled |
| I | have | coiled |
|---|---|---|
| you | have | coiled |
| he/she/it | has | coiled |
| we | have | coiled |
| you | have | coiled |
| they | have | coiled |
| I | had | coiled |
|---|---|---|
| you | had | coiled |
| he/she/it | had | coiled |
| we | had | coiled |
| you | had | coiled |
| they | had | coiled |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- idyllic
- IED
- if
- iffy
- igloo
- ignition coil
- ignition key
- ignition point
- ignition switch
- ignoble
- ignominious