Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ignominious [βρετ ˌɪɡnəˈmɪnɪəs, αμερικ ˌɪɡnəˈmɪniəs] ΕΠΊΘ τυπικ
1. ignominious defeat, retreat, failure, fate:
- ignominious
-
2. ignominious act, conduct:
- ignominious
-
στο λεξικό PONS
ignominious [ˌɪgnəˈmɪnɪəs] ΕΠΊΘ
- ignominious
-
- infâme métier, entremetteur, spéculateur
- ignominious
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.