Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
hospitable [βρετ hɒˈspɪtəb(ə)l, ˈhɒspɪtəb(ə)l, αμερικ hɑˈspɪdəb(ə)l, ˈhɑspɪdəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- hospitable person, family, country
-
- hospitable gesture, invitation
-
- hospitable climate, conditions, terrain
-
- accueillant (accueillante)
-
-
- hospitable
στο λεξικό PONS
- hospitalier (-ière)
- hospitable
-
- hospitable
- hospitalier (-ière)
- hospitable
-
- hospitable
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.