Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. fuel [βρετ fjuː(ə)l, αμερικ ˈfju(ə)l] ΟΥΣ
1. fuel ΠΥΡΗΝ ΦΥΣ:
II. fuel <μετ ενεστ fuelling, , fueling, αμερικ απλ παρελθ, μετ παρακειμ fuelled, fueled αμερικ> [βρετ fjuː(ə)l, αμερικ ˈfju(ə)l] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
I. fuel [ˈfju:əl] ΟΥΣ
I. fuel [ˈfju·əl] ΟΥΣ
| I | fuel | 
|---|---|
| you | fuel | 
| he/she/it | fuels | 
| we | fuel | 
| you | fuel | 
| they | fuel | 
| I | fuelled / αμερικ fueled | 
|---|---|
| you | fuelled / αμερικ fueled | 
| he/she/it | fuelled / αμερικ fueled | 
| we | fuelled / αμερικ fueled | 
| you | fuelled / αμερικ fueled | 
| they | fuelled / αμερικ fueled | 
| I | have | fuelled / αμερικ fueled | 
|---|---|---|
| you | have | fuelled / αμερικ fueled | 
| he/she/it | has | fuelled / αμερικ fueled | 
| we | have | fuelled / αμερικ fueled | 
| you | have | fuelled / αμερικ fueled | 
| they | have | fuelled / αμερικ fueled | 
| I | had | fuelled / αμερικ fueled | 
|---|---|---|
| you | had | fuelled / αμερικ fueled | 
| he/she/it | had | fuelled / αμερικ fueled | 
| we | had | fuelled / αμερικ fueled | 
| you | had | fuelled / αμερικ fueled | 
| they | had | fuelled / αμερικ fueled | 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
