Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. essence [βρετ ˈɛs(ə)ns, αμερικ ˈɛsəns] ΟΥΣ
1. essence (soul, kernel) ΦΙΛΟΣ:
2. essence (extract, concentrate):
- essence
- essence θηλ
II. in essence ΕΠΊΡΡ
- in essence
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.