Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
authentic [βρετ ɔːˈθɛntɪk, αμερικ ɔˈθɛn(t)ɪk] ΕΠΊΘ
1. authentic:
- authentic ΤΈΧΝΗ, ΝΟΜ painting, document
-
- authentic information
-
2. authentic (gen):
- authentic source
-
στο λεξικό PONS
authentic [ɔ:ˈθentɪk, αμερικ ɑ:ˈθent̬ɪk] ΕΠΊΘ
- authentic
-
-
- authentic
authentic [ɔ·ˈθen·t̬ɪk] ΕΠΊΘ
- authentic
-
-
- authentic
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.