Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. uniform [βρετ ˈjuːnɪfɔːm, αμερικ ˈjunəˌfɔrm] ΟΥΣ
II. uniform [βρετ ˈjuːnɪfɔːm, αμερικ ˈjunəˌfɔrm] ΕΠΊΘ
 
  
 -  biunivoque correspondance
-  
-  uniforme paysage, maisons, mobilier, mouvement
-  uniform
-  
-  uniform
-  uniformiser teinte
-  
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
