Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
trivial [βρετ ˈtrɪvɪəl, αμερικ ˈtrɪviəl] ΕΠΊΘ
1. trivial (unimportant):
- trivial matter, scale, film
-
2. trivial (of no interest):
- trivial conversation, argument, person
-
- frivole querelle
- trivial
- futile projet, prétexte, distraction
- trivial
-
- trivial activities
- trivial (triviale)
- trivial
-
- trivial circumstances
στο λεξικό PONS
trivial ΕΠΊΘ
1. trivial (unimportant):
- trivial
-
3. trivial (easy):
- trivial
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.