d'ufficio στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για d'ufficio στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

ufficio <πλ uffici> [ufˈfitʃo, tʃi] ΟΥΣ αρσ

1. ufficio:

-ci
lavoro d'ufficio

3. ufficio (autorità):

d'ufficio parlare
giuramento d'ufficio ΝΟΜ
abuso d'ufficio
avvocato d'ufficio
duty solicitor βρετ
avvocato d'ufficio
public defender αμερικ

ιδιωτισμοί:

ufficio assistenza ΕΜΠΌΡ
ufficio centrale ΕΜΠΌΡ
booking office βρετ

Μεταφράσεις για d'ufficio στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
lavoro αρσ d'ufficio
avvocato αρσ d'ufficio
orario αρσ d'ufficio
d'ufficio
impiegato αρσ d'ufficio
lavoro αρσ d'ufficio, a tavolino also μειωτ
lavoro αρσ d'ufficio
orario αρσ d'ufficio
omissione di doveri d'ufficio

d'ufficio στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'ufficio στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

capi ufficio pl di capo ufficio

Βλέπε και: cap(o)ufficio

cap(o)ufficio, capo ufficio [ka·p(o)·uf·ˈfi:·tʃo] ΟΥΣ αρσ θηλ

Μεταφράσεις για d'ufficio στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
difensore(-a) αρσ (θηλ) d'ufficio
lavoro αρσ d'ufficio
personale αρσ d'ufficio
orario αρσ d'ufficio
orario θηλ d'ufficio
d'ufficio
agire d'ufficio

d'ufficio Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

difensore d'ufficio
provvedimento d'ufficio
trasferire qu d'ufficio
orario d'ufficio
difensore(-a) αρσ (θηλ) d'ufficio

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski