acquisti στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για acquisti στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

1. acquisto (atto di acquistare):

II.acquisti ΟΥΣ αρσ πλ (ufficio, reparto)

I.acquistare [akkwisˈtare] ΡΉΜΑ μεταβ

II.acquistare [akkwisˈtare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

Μεταφράσεις για acquisti στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
ufficio αρσ acquisti
settore αρσ acquisti
campagna θηλ acquisti
acquisti αρσ πλ online
acquisti αρσ πλ su Internet
acquisti αρσ πλ on-line
responsabile αρσ θηλ degli acquisti
imposta θηλ sugli acquisti
acquisti αρσ πλ
acquisti αρσ πλ

acquisti στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για acquisti στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.acquistare [ak·kuis·ˈta:·re] ΡΉΜΑ μεταβ

II.acquistare [ak·kuis·ˈta:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ

Μεταφράσεις για acquisti στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
acquisti αρσ pl
acquisti αρσ pl all'ingrosso
responsabile αρσ θηλ acquisti
reparto αρσ acquisti
persona θηλ che fa acquisti
carrello (acquisti) αρσ
sacchetto αρσ per acquisti
acquisto αρσ

acquisti Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

acquisto αρσ a termine
acquisti αρσ pl all'ingrosso
sacchetto αρσ per acquisti
persona θηλ che fa acquisti
acquisti αρσ via Internet pl

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski