compulsory στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για compulsory στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για compulsory στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
compulsory
compulsory
= compulsory administration
compulsory military service
compulsory liquidation
forced or compulsory residence

compulsory στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για compulsory στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Μεταφράσεις για compulsory στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
coatto (-a)
compulsory
compulsory
forzato (-a)
compulsory
compulsory stop
compulsory education
compulsory education
compulsory attendance
compulsory vaccination
compulsory education
to give sb a compulsory transfer

compulsory Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

compulsory education
compulsory by law
to give sb a compulsory transfer

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αγγλικά
Half of the points earned by each gymnast during both the compulsory and optional rounds carried over to the final.
en.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski