Ελληνικά » Γερμανικά

θυμούμαι

θυμούμαι s. θυμάμαι

Βλέπε και: θυμάμαι

II . θυμ|άμαι, θυμ|ούμαι [θiˈmamɛ [ή ]θiˈmumɛ] <-ήθηκα> VERB αυτοπ ρήμα

II . θυμ|άμαι, θυμ|ούμαι [θiˈmamɛ [ή ]θiˈmumɛ] <-ήθηκα> VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский