Ελληνικά » Γερμανικά

επικαρπωτής (επικαρπώτρια) [ɛpikarpɔˈtis, ɛpikarˈpɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επικαρπωτής (επικαρπώτρια)
Nutznießer(in) αρσ (θηλ)

επικαιρότητα [ɛpicɛˈrɔtita] SUBST θηλ

1. επικαιρότητα (ιδιότητα του σύγχρονου):

Aktualität θηλ

2. επικαιρότητα (τα τωρινά γεγονότα):

Zeitgeschehen ουδ
Leute πλ von heute

επικουρία [ɛpikuˈria] SUBST θηλ (ενίσχυση)

επικαλύ|πτω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ɛpikaˈliptɔ] VERB μεταβ

επικαλ|ούμαι <-έστηκα> [ɛpikaˈlumɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. επικαλούμαι (καλώ: το θεό, κάποιο πνεύμα κτλ):

2. επικαλούμαι (ζητώ από κάποιον):

επικασσιτερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpikasitɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

καρπωτής (καρπώτρια) [karpɔˈtis, karˈpɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

επικυριαρχία [ɛpiciriarˈçia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский