Ελληνικά » Γερμανικά

καρπωτής (καρπώτρια) [karpɔˈtis, karˈpɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

καρπωτής (καρπώτρια)
Nutznießer(in) αρσ (θηλ)

καρποφορία [karpɔfɔˈria] SUBST θηλ

1. καρποφορία (παραγωγή καρπών):

2. καρποφορία (γονιμότητα):

Fruchtbarkeit θηλ

καρποφόριο [karpɔˈfɔriɔ] SUBST ουδ ΒΟΤ

καρπαζιά [karpaˈzja] SUBST θηλ και μτφ

Καρπάθια [karˈpaθia] SUBST ουδ πλ

καρπερ|ός <-ή, -ό> [karpɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

δράστης [ˈðrastis] SUBST αρσ, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST θηλ

καρπώ|νομαι <-θηκα> [karˈpɔnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (αποκομίζω κέρδος, ωφέλεια)

καρπολογία [karpɔlɔˈjia] SUBST θηλ ΒΟΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский