Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καρπώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καρπώ|νομαι <-θηκα> [karˈpɔnɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (αποκομίζω κέρδος, ωφέλεια)

καρπώνομαι κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με καρπώνομαι

καρπώνομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский